- παρρησιώδης
- παρρησι-ώδης, ες,A outspoken : [comp] Comp. Adv.
-έστερον D.S.15.6
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-έστερον D.S.15.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρρησιώδης — ῶδες, Α [παρρησία] ο γεμάτος παρρησία, αυτός που μιλά πάντοτε με παρρησία … Dictionary of Greek
παρρησιωδέστερον — παρρησιώδης outspoken adverbial comp παρρησιώδης outspoken masc acc comp sg παρρησιώδης outspoken neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)